- Ἀτρείδαις
- Ἀτρεΐδαις , Ἀτρείδηςson of Atreusmasc dat plἈτρείδηςson of Atreusmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek
υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… … Dictionary of Greek